- ἐπιφρίσσοντες
- ἐπιφρίσσωto be roughpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφρίσσω — ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [φρίσσω] έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.) αρχ. 1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται … Dictionary of Greek